- νόθευση
- ηενέργεια του νοθεύω, αλλοίωση, παραποίηση πράγματος: Νόθευση λαδιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νόθευση — η (ΑΜ νόθευσις) [νοθεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νοθεύω, νοθεία νεοελλ. φρ. «νόθευση εγγράφου» παραποίηση, πλαστογράφηση εγγράφου με σκοπό την παραπλάνηση κάποιου, αλλ. πλαστογραφία … Dictionary of Greek
νοθεύσῃ — νοθεύσηι , νόθευσις adulteration fem dat sg (epic) νοθεύω corrupt aor subj mid 2nd sg νοθεύω corrupt aor subj act 3rd sg νοθεύω corrupt fut ind mid 2nd sg νοθόω counterfeit pres part act fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστογραφία — Η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, με σκοπό την παραπλάνηση άλλου προσώπου όσον αφορά ένα γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και η εν γνώσει χρησιμοποίηση πλαστού ή νόθευση εγγράφου. Η π. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα … Dictionary of Greek
καλπονοθεία — η 1. η νόθευση τού αποτελέσματος τών εκλογών με δόλια παραβίαση τών καλπών και με προσθήκη ή αφαίρεση ψήφων 2. γεν. απάτη με επιτήδεια νόθευση τής αλήθειας, δολίευση, καταδολίευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλπη (Ι) + νοθεία] … Dictionary of Greek
κιβδηλεία — Η ελάττωση της εσωτερικής αξίας μεταλλικού νομίσματος με οποιονδήποτε μηχανικό ή χημικό τρόπο (περικοπή, διάτρηση, ρίνισμα κλπ.). Χαρακτηριστικό της κ. είναι ότι επιφέρει μείωση της αξίας της ύλης που περιέχεται στο νόμισμα, χωρίς όμως να θίγει… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
δολίωση — η εξαπάτηση, εμπαιγμός, νόθευση … Dictionary of Greek
δόλωσις — δόλωσις, η (Α) 1. εξαπάτηση 2. ανάμιξη, νόθευση … Dictionary of Greek
εμπορευματολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των εμπορευμάτων, της ιστορίας τους, της προέλευσης, των φυσικών και χημικών τους χαρακτηριστικών, των ιδιοτήτων, των εφαρμογών και της παραγωγής τους. Στην πραγματικότητα η ε. αποτελεί σύνθεση πολλών… … Dictionary of Greek
καλπονόθευση — η καλπονοθεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλπη (Ι) + νόθευση (< νοθεύω). Η λ. στον λόγιο τ. καλπονόθευσις μαρτυρείται από το 1855 στον Θεόδ. Γ. Ορφανίδη] … Dictionary of Greek